- καταποντώσαντες
- καταποντίζωthrow into the seaaor part act masc nom/voc plκαταποντόωaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.